Σε μια εποχή που τα χωριά αδειάζουν και οι νέοι αναζητούν μέλλον σε πόλεις ή στο εξωτερικό, ένα ζευγάρι αποφάσισε να κάνει το ακριβώς αντίθετο: να επιστρέψει στις ρίζες. Άφησαν πίσω τους τη ζωή στη Θεσσαλονίκη και μετέφεραν την καθημερινότητά τους στο Δίλοφο Έβρου – έναν σχεδόν εγκαταλελειμμένο οικισμό με μόλις 30 κατοίκους.
Η επιλογή τους δεν ήταν εύκολη, ούτε ρομαντική. Ήταν μια συνειδητή απόφαση για να δώσουν ξανά ζωή στον τόπο που μεγάλωσαν οι πρόγονοί τους, να καλλιεργήσουν τη γη, να δημιουργήσουν, να εμπνεύσουν. Και πάνω απ’ όλα, να αποδείξουν ότι η περιφέρεια δεν είναι καταδικασμένη στην εγκατάλειψη, αλλά μπορεί να γίνει σημείο επανεκκίνησης.
Η ιστορία τους είναι μια κραυγή ελπίδας και δύναμης. Μια υπενθύμιση ότι όταν υπάρχει όραμα, αγάπη και πίστη, ακόμα και τα πιο μικρά χωριά μπορούν να «γεννηθούν» ξανά.
📖 Διαβάστε το συγκινητικό τους ταξίδι απο το enikos.gr και την Κωνσταντίνα Χαϊνά:
Πρόκειται για τον Παναγιώτη και την Λίτσα, ένα νεαρό ζευγάρι με μία κόρη, που αποφάσισε να αφήσει την Θεσσαλονίκη, και να μετακομίσει στο Δίλοφο Έβρου, το οποίο δεν είναι απλώς ένα μικρό παραμυθένιο χωριό, αλλά μία… τελεία στη γραμμή του χάρτη. Ένα μέρος με 25-30 μόνιμους κατοίκους, που ζει ανάμεσα σε χειμώνες και σιωπές. Ανήκει στη δημοτική ενότητα Τριγώνου του δήμου Ορεστιάδας, στο σημείο όπου «σμίγουν» τρεις χώρες, η Ελλάδα, η Τουρκία και η Βουλγαρία. Τα σπίτια μπορεί να είναι πολλά -τα περισσότερα ρημαγμένα- αλλά οι άνθρωποι λίγοι. Οι πόρτες των πολίτων είναι πάντα ανοιχτές, μήπως και περάσει ή γυρίσει κάποιος. Και τελικά, γύρισαν.
Μία οικογένεια, τρία πρόσωπα που δεν έψαχναν για μία καλύτερη ζωή, αλλά μία ζωή με νόημα. «Ήταν μεγάλη απόφαση να φύγουμε από την πόλη, αλλά στην πραγματικότητα δεν είχαμε θέμα, καθώς τόσο εγώ, όσο και η σύζυγός μου, έχουμε μεγαλώσει σε χωριά. Συγκεκριμένα, εγώ γεννήθηκα στην Αγία Τριάδα, που βρίσκεται έξω από τη Λαμία, και η γυναίκα μου στο Σπήλαιο Έβρου» αναφέρει στο enikos.gr ο Παναγιώτης, ο οποίος είναι στρατιωτικός. Συγκεκριμένα, το 2009 παρουσιάστηκε σαν επαγγελματίας οπλίτης στην Ορεστιάδα.
«Έχω μνήμες από αυτό το χωριό»
Το 2015 γνώρισε την σύζυγό του, και έμειναν μαζί στην Ορεστιάδα, ενώ το 2018 πήγαν μαζί στη Θεσσαλονίκη. Στο Δίλοφο, κατοικούσε η γιαγιά της γυναίκας του, η οποία είχε αγοράσει σπίτι εκεί, και απεβίωσε το 2023. «Σχεδόν όλη η οικογένειά της έφυγε στην Αθήνα, αλλά εμείς αποφασίσαμε από κοινού να γυρίσουμε στο χωριό». Όπως λέει ο Παναγιώτης, την πόλη δεν την αγάπησε τόσο πολύ, όσο τον τόπο της Λίτσας. «Έχω μνήμες από αυτό το χωριό και για αυτό ήταν εύκολη η επιστροφή. Εδώ μεγάλωσε η κόρη μου, η Ελένη, η οποία σήμερα είναι 10 ετών, στην Δ’ Δημοτικού. Η συμπρωτεύουσα μας άρεσε, αλλά εκεί τα πράγματα δεν ήταν τόσο εύκολα. Οι κοινωνίες, μερικές φορές, είναι περίεργες. Δεν ήμασταν και τόσο ευπρόσδεκτοι στην κοινότητα της Ασσήρου. Αντιμετωπίσαμε τόσο εμείς όσο και το παιδί στο σχολείο, είχαμε κάποια περιστατικά bullying, αλλά θα ήταν άδικο να πω ότι δεν κάναμε καλούς φίλους. Δεν ήταν όλα χάλια».
Φέτος, ο Παναγιώτης ζήτησε μετάθεση σε στρατόπεδο του Έβρου και συγκεκριμένα στην Καβύλη Ορεστιάδας, που είναι περίπου 20 χιλιόμετρα από το Δίλοφο, όπου κατοικούν από την περασμένη Παρασκευή. Η Λίτσα, ασχολείται με τα οικιακά, και αυτό το διάστημα, και οι δυο, μαζί με την κόρη τους, διανύουν το διάστημα της προσαρμογής στο χωριό. «Βάφουμε το σπίτι, το οποίο έχει χτιστεί πριν από την δεκαετία του 60′. Πρέπει λίγο να το σουλουπώσουμε, χρειάζεται διάφορα πράγματα. Το μπογιαδίζουμε, το στοκάρουμε γιατί είχαν πέσει οι τοίχοι, όπως και η μόνωση δεν είναι καθόλου καλή. Τα μπάνια, θέλουν πλακάκια, γιατί δεν είχε προλάβει να τα φτιάξει η γιαγιά της γυναίκας μου. Για την ώρα όμως, φτιάχνουμε αρχικά το δωμάτιο της μικρής, και μετά όλα τα υπόλοιπα».
Όπως λέει, η ζωή στο χωριό δεν έχει καμία σχέση με τη Θεσσαλονίκη. Είναι πιο αργή, και κυρίως πιο ήσυχη. «Ηρεμήσαμε» τονίζει χαρακτηριστικά. «Φτιάξαμε τον μπαχτσέ μας, βάλαμε ντομάτες». Μπορεί να άφησαν πίσω μία πόλη που τα είχαν όλα στα πόδια τους, αλλά βρήκαν κάτι πιο σπάνιο για αυτούς: Την ψυχική ηρεμία του παιδιού τους. «Δυσκολευόταν η κόρη μας στην πόλη και στο σχολείο. Τώρα θα φοιτήσει στα Δίκαια, γιατί στο Δίλοφο δεν υπάρχει σχολείο. Θα είναι στο Δημοτικό μαζί με άλλα 40 παιδάκια. Χαμογελάει ξανά και αυτό μετράει περισσότερο από όλα. Αυτό το βήμα το κάναμε πρώτα για εκείνη, και μετά για τον τόπο μας, ο οποίος πρέπει να γεμίσει ξανά, να ξαναγεννηθεί…».
«Δεν έχουμε σκοπό να φύγουμε ξανά»
Από την πλευρά της η Λίτσα, εξηγεί πως πάντα ήθελε να επιστρέψει στο χωριό της, στο σπίτι της γιαγιάς της. «Οι συνθήκες για εμένα στη Θεσσαλονίκη δεν ήταν ιδανικές, αλλά είχα ακολουθήσει τον σύζυγό μου. Σκεφτόμουν, πως έχω μία κατοικία που ρημάζει δίχως να μπορώ να κάνω κάτι. Και τώρα, την ξαναφτιάχνω με τα ίδια μου τα χέρια. Στο χωριό, δεν υπάρχει απολύτως τίποτα να κάνεις σε σχέση με την πόλη, αλλά εμένα μου αρέσει η ησυχία. Στα 11 χλμ, στα Δίκαια, έχει μία καφετέρια, φούρνο, ενώ εάν χρειαζόμαστε κάτι άλλο, πηγαίνουμε στην Ορεστιάδα, διανύοντας με το αυτοκίνητο περίπου 35 χλμ. Αυτό που θέλαμε κυρίως, ήταν να ζήσουμε πιο… ανθρώπινα. Ας μην γελιόμαστε όμως, και οι ρυθμοί στο χωριό δεν είναι εύκολοι, αλλά η ζωή θεωρώ είναι πιο ποιοτική. Έχεις περισσότερο χρόνο να ζήσεις, και να μην τρέχεις. Τώρα, έχουμε τις δικές μας ντομάτες, τα αγγουράκια μας, τα φρούτα μας, τις κερασιές μας, και όσο πάει ο κήπος μας θα ανθίζει. Δεν έχουμε σκοπό να φύγουμε ξανά».
Ερωτηθείσα εάν η κόρη τους, Ελένη, ήθελε να επιστρέψουν στο Δίλοφο, η Λίτσα απαντά πως «δάκρυσε από χαρά όταν της ανακοινώσαμε την απόφασή μας. Βέβαια, ακόμη και αν δεν είχαμε το παιδί, πάλι πιστεύω πως θα γυρνούσαμε. Εκείνη, ήθελε πάρα πολύ να έρθουμε, γιατί επισκεπτόμασταν το χωριό στις διακοπές μας, το καλοκαίρι και το Πάσχα, προκειμένου να εγκλιματιστεί και να έχει φίλους. Από τον Σεπτέμβριο, θα ξεκινήσει με παράλληλη στήριξη στο σχολείο στα Δίκαια, και στις Καστανιές θα κάνει Αγγλικά, και στην Ορεστιάδα πολεμικές τέχνες, όπως έκανε και στη Θεσσαλονίκη».
«Δεν έχουμε καλό οδικό δίκτυο, δεν υπάρχουν λεωφορεία και τρένα»
Από οικονομικής άποψης, η Λίτσα αναφέρει πως στη Θεσσαλονίκη είχαν φτάσει σε σημείο να μετράνε τις μπουκιές του φαγητού τους. Στερούσαν από το παιδί κάποιες δραστηριότητες, προκειμένου να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στην καθημερινότητα. «Δεν υπάρχουν αυτά τα προβλήματα στο χωριό, δεν στερείσαι το πιάτο σου, δεν χρειάζεται να κάνεις οικονομία, για να έχεις φαγητό. Όμως, εδώ, υπάρχουν άλλα ζητήματα» τονίζει, και εξηγεί:
«Το σημαντικότερο είναι πως δεν έχουμε καλό οδικό δίκτυο. Πρέπει να κάνουμε έναν ολόκληρο κύκλο από το Δίλοφο για να φτάσουμε στον Κριό, εάν θέλουμε να πάμε στην Ορεστιάδα. Δεν υπάρχει τρόπος να πας πιο εύκολα. Φανταστείτε πως χάλασε το ένα αυτοκίνητό μας, λόγω της κατάστασης των δρόμων, αφού πέφταμε συνέχεια σε λακκούβες. Επίσης, το ίδιο ζήτημα υπάρχει και από το Δίλοφο έως τα Δίκαια, όπου και εκεί θα μπορούσε να είναι καλύτερος, χωρίς όμως να είναι τόσο τραγικός». Παράλληλα, δεν πιάνουν ελληνικά δίκτυα κινητής τηλεφωνίας, πλην ενός, ούτε ραδιόφωνο, ενώ δεν υπάρχει ίντερνετ. Το χωριό είναι σαν… μια κάψουλα στον χρόνο. «Δεν μπορούμε όμως να κάνουμε διαφορετικά, ακόμη και αν κουραστούμε από όλες αυτές τις μετακινήσεις. Δεν υπάρχει λεωφορείο στο χωριό μας, ούτε και τρένο».
«Το χωριό σβήνει και κανείς δεν το βλέπει»
Πλέον, στο Δίλοφο δεν υπάρχουν νέοι άνθρωποι που κατοικούν. Χαρακτηριστικά, η Λίτσα αναφέρει πως ο νεότερος είναι 50 ετών. «Έχουμε όμως κόσμο στα γύρω χωριά, οπουδήποτε μας υποδέχτηκαν πολύ ζεστά, αν και μας γνώριζαν. Γενικότερα στον Έβρο θεωρώ πως είμαστε φιλόξενοι, αλλά το πρόβλημα είναι ότι μας έκαναν μοναχικούς. Τα πάντα είναι στην Αλεξανδρούπολη, οπότε εμείς στα χωριά, γίναμε πιο κλειστοί και καχύποπτοι. Θέλουμε λίγο τον χρόνο μας για να ανοιχτούμε σε κάποιον. Κάποιοι φίλοι μας απόρησαν με την απόφασή μας, τους φαίνεται πολύ δύσκολη».
Αυτή η εικόνα όμως, σύμφωνα με το ζευγάρι, θα μπορούσε να αλλάξει. «Είναι κρίμα… Υπάρχουν πολίτες που κατάγονται από εδώ, έχουν σπίτια στο χωριό, αλλά μένουν στην Ορεστιάδα. Οι κατοικίες τους μένουν άδειες και ρημάζουν. Κι όμως, θα μπορούσαν να τα δώσουν, έστω με ένα μικρό ενοίκιο, να μείνει κάποιος, να ακουστεί ξανά μια φωνή, ένα γέλιο, ή ακόμη και να μετακομίσουν οι ίδιοι. Είναι λες και φοβόμαστε τον τόπο μας. Ζουν περισσότερα ζώα απ’ ό,τι άνθρωποι πια. Το χωριό σβήνει και κανείς δεν το βλέπει. Δεν λέω ότι είναι εύκολο. Αν δεν είσαι στο Δημόσιο, δεν υπάρχουν δουλειές, οπότε εάν η Πολιτεία θέλει να αποκτήσουν ξανά τα χωριά, ζωή, κάτι πρέπει να κάνει. Αλλά δεν γίνεται να περιμένουμε άλλο. Πρέπει να πάρουμε τον τόπο μας στα χέρια μας. Να τον αναστήσουμε. Να μην γκρεμιστούν κι αυτά που έμειναν. Να γεννηθεί ξανά το χωριό μας».