Δύο χρόνια μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 2023, που έπληξε πάνω από 94.000 εκτάρια στον Έβρο και αποτέλεσε τη μεγαλύτερη καταγεγραμμένη πυρκαγιά στην Ευρώπη, η φύση αρχίζει σταδιακά να ανακάμπτει. Παράλληλα, βρίσκεται σε εξέλιξη πρόγραμμα παρακολούθησης της φυσικής αναγέννησης των δασικών οικοσυστημάτων της περιοχής.
Η μελέτη υλοποιείται με ανάθεση του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας στη μελετητική εταιρεία ΜΕΛΙΑ Α.Ε, η οποία συνεργάζεται με το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, το Ιόνιο Πανεπιστήμιο και την Εταιρεία Προστασίας Βιοποικιλότητας της Θράκης. Στόχος είναι η εκτίμηση του δυναμικού φυσικής αναγέννησης των δύο κύριων ειδών κωνοφόρων της περιοχής — της τραχείας (Pinus brutia) και της μαύρης πεύκης (Pinus nigra).
Στο πρώτο στάδιο, που ολοκληρώθηκε πρόσφατα το 2025, πραγματοποιήθηκαν δειγματοληψίες σε 180 επιλεγμένες θέσεις εντός του Εθνικού Πάρκου Δαδιάς – Λευκίμης – Σουφλίου, σε δάσος Τραχείας πεύκης. Οι θέσεις κατανεμήθηκαν κατά το δυνατόν ισομερώς ανάμεσα σε τρεις κατηγορίες δριμύτητας καύσης (χαμηλή, μέση, υψηλή) και διαφορετικά καθεστώτα μεταπυρικής διαχείρισης (αδιατάρακτες, περιοχές υλοτομίας και περιοχές όπου υλοποιήθηκαν αντιδιαβρωτικά έργα).
Η δειγματοληψία επικεντρώθηκε στην ποσοτική καταγραφή των νεαρών αρτιβλάστων καθώς και στη συλλογή δεδομένων για παράγοντες όπως η κάλυψη βλάστησης, το μικροανάγλυφο και οι μεταπυρικές παρεμβάσεις. Παράλληλα, εφαρμόστηκαν στατιστικά μοντέλα για την ανίχνευση των κύριων μεταβλητών που επηρεάζουν τη μεταπυρική αναγέννηση.
Η μεταπυρική αναγέννηση, εκφρασμένη μέσω του αριθμού εγκατεστημένων νεαρών πεύκων άνω των έξι μηνών ανά τετραγωνικό μέτρο, παρουσίασε μεγάλη διακύμανση — από 0 έως 26 άτομα/m², με μέση πυκνότητα 0,78 άτομα/m², ικανοποιητική συγκριτικά με ανάλογες έρευνες σε νησιωτικά οικοσυστήματα όπου καταγράφηκαν μέσες πυκνότητες 0,30 ή 0,36 άτομα/m². Για πρώτη φορά, μετά από έλεγχο πολλών παραγόντων, τεκμηριώνεται πως η δριμύτητα της φωτιάς αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα που επηρεάζει τη μεταπυρική αναγέννηση της Τραχείας πεύκης. Οι υψηλότερες πυκνότητες καταγράφηκαν στις θέσεις χαμηλής και μέσης δριμύτητας, ενώ οι θέσεις υψηλής δριμύτητας παρουσίασαν σημαντικά χαμηλότερη πυκνότητα αναγέννησης. Η αναγέννηση διαφοροποιήθηκε επίσης ανάλογα με τη μεταπυρική διαχείριση. Οι θέσεις όπου διατηρήθηκε το νεκρό ξύλο ή πραγματοποιήθηκαν ήπιοι μεταπυρικοί χειρισμοί εμφάνισαν υψηλότερη αναγέννηση, σε αντίθεση με περιοχές αποψιλωτικής υλοτομίας. Η ανάλυση κατέδειξε ότι εκτός από τη δριμύτητα της φωτιάς, η έκθεση, η κλίση και τα χαρακτηριστικά της βλάστησης επηρεάζουν σημαντικά την αναγέννηση. Σε αυτή τη φάση η διάκριση των νεαρών ατόμων Τραχείας πεύκης από αυτά της Μαύρης πεύκης δεν είναι εφικτή, κάτι που δεν επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων σε θέσεις μίξης των δύο ειδών.
Τα υπόλοιπα δασικά είδη παρουσιάζουν μια καλή εικόνα φυσικής αναγέννησης από αναβλάστηση, στις θέσεις χαμηλής και μέτριας δριμύτητας καύσης και ανάμεσά τους κυριαρχούν τα ρείκια, οι οι βελανιδιές και τα φιλύκια. Πολύ πυκνή είναι και η παρουσία ατόμων λαδανιάς που έχουν προκύψει από φύτρωση σπερμάτων. Τα ρείκια φαίνεται να ευνοούν τη φυσική αναγέννηση των πεύκων, ενώ οι λαδανιές δρουν ανταγωνιστικά. Η ανάπτυξη των ειδών βελανιδιάς είναι μεγάλη, όπως άλλωστε και όλων των ειδών που αναβλαστάνουν.
Η συνολική κάλυψη του εδάφους από βλάστηση είναι σε πολύ καλά επίπεδα, γεγονός που υποδηλώνει την μειωμένη πιθανότητα να υποστεί διάβρωση από τον άνεμο ή την βροχή.
Η μελέτη αποτελεί το πρώτο ολοκληρωμένο στάδιο ενός ευρύτερου προγράμματος παρακολούθησης, που θα συνεχιστεί και στο μέλλον. Στόχος του έργου είναι η παρακολούθηση της εξέλιξης της φυσικής αναγέννησης σε βάθος χρόνου και ο εντοπισμός περιοχών όπου μπορεί να απαιτηθούν πρόσθετα μέτρα αποκατάστασης. Τα ευρήματα της πρώτης φάσης αναδεικνύουν τη δυναμική ανθεκτικότητα των μεσογειακών πευκοδασών και υπογραμμίζουν την ανάγκη στοχευμένης διαχείρισης στις πιο υποβαθμισμένες εκτάσεις, παρέχοντας πολύτιμα δεδομένα για τον σχεδιασμό των επόμενων δράσεων.























