Μὲ ἱερὸ ἐνθουσιασμὸ ὁ φαρισαῖος ὑμνεῖ τὸν ἑαυτό του. Τὸν θαυμάζει, διακηρύττει τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν ὑπεροχή του. Δὲ μοιάζει αὐτὸς μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ποὺ εἶναι βουτηγμένοι στὴν κλεψιά, τὴν τοκογλυφία, τὴν ἀνηθικότητα. Μέσα στό ὑπεροπτικό του παραλλήρημα ἀναφέρεται περιφρονητικά στόν τελώνη πού προσεύχεται μαζί του. Ὁ ὑπερήφανος, ὅταν πρόκειται νὰ τονίσει τὴν ὑπεροχή του, λίγο νοιάζεται ἂν πληγώνει τοὺς ἄλλους.
Δέν εἶναι ὡστόσο λίγες οἱ φορές πού καί ἐμεἶς βαδίζουμε στά ἴχνη του. Ἂς ἀναλογισθοῦμε κι ἐμεῖς, ὑπερτιμώντας τὶς πράξεις καὶ τὰ προσόντα μας, πόσες φορὲς ἀναπαυόμαστε στὶς ψεύτικες δάφνες τῶν ἱκανοτήτων καὶ τῶν ἐπιτευγμάτων μας. Ἔχουμε χρήματα, εἴμαστε μορφωμένοι; Ἕνα αἴσθημα ὑπεροχῆς μᾶς κυριεύει. Ἡ λαχτάρα νὰ ὑψώσουμε και νὰ προβάλουμε τὸν ἑαυτό μας μπορεῖ νὰ μολύνει ἀκόμα καὶ καλὲς προσπάθειες, ὅπως ἡ προσευχή.
Ἐξετάζουμε μὲ ζῆλο τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων. Ἀνθρώπινα μικροσφάλματα τῶν ἄλλων τὰ θεωροῦμε ἐγκλήματα. Καὶ δὲ μένουμε ὡς ἐκεῖ. Ἐπιζητοῦμε εὐκαιρία νὰ τὰ φέρουμε στὴ δημοσιότητα, γιὰ νὰ φανεῖ ἡ δική μας ὑπεροχή. Παιδί τῆς περηφάνειας εἶναι ἡ περιφρόνηση, τό κακόμορφο τέκνο μιᾶς σκληρῆς μητέρας.
Μερικὲς φορὲς προσπαθοῦμε νὰ χρωματίσουμε τὶς κρίσεις μας γιὰ τοὺς συνανθρώπους μας μὲ λύπη τάχα γιὰ τὸ λάθος τοῦ ἄλλου. Φροντίζουμε νὰ ἀποκρύψουμε ἀπὸ τοὺς γύρω μας καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια μας τὴ συνείδηση τὰ πραγματικὰ ἐλατήρια ποὺ μᾶς κινοῦν. Ντύνουμε μὲ ἔνδυμα ἀμεροληψίας τὴν πρόθεσή μας νὰ μειώσουμε τοὺς ἄλλους γιὰ νὰ ὑψώσουμε τὸν ἑαυτό μας.
Ἡ λανθασμένη στάση ἔναντι τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τῶν ἄλλων, ποὺ ὑπάρχει στὸ φαρισαϊκὸ φρόνημα, συνδέεται μὲ μιὰ λανθασμένη στάση ἔναντι τοῦ Θεοῦ. Στὴν προσευχὴ τοῦ τελώνη ὁ Θεὸς εἶναι τὸ ὑποκείμενο∙ «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Ἀντίθετα, στὴν προσευχὴ τοῦ Φαρισαίου, ὑποκείμενο εἶναι τὸ ἐγώ του∙ «ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι, ὅτι οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί». Αὐτὴ εἶναι ἡ ρίζα τοῦ φαρισαϊκοῦ ἁμαρτήματος: ὅταν κέντρο τῆς ὑπάρξεώς μας δὲν εἶναι ὁ Θεός, ἀλλὰ ὁ ἀσήμαντος ἑαυτός μας. Πρόκειται γιὰ μιὰ καταστροφικὴ ἀλλοτρίωση. Τὰ ἁμαρτήματα τοῦ τελώνου μπορεῖ νὰ ἔχουν διαβρώσει τὴν ψυχή του, στὸ βάθος της ὅμως διατηρεῖ τὴ νοσταλγία γιὰ τὸ Θεό.
Ἡ προσευχή, ἡ εὐγενέστερη πράξη τοῦ ἀνθρώπου, μᾶς καταδικάζει ὅταν δὲν γίνεται μὲ ταπείνωση καὶ μὲ ἀγάπη γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Καὶ αὐτὸ μᾶς διδάσκει ἡ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ Περικοπή.
Εκ της ιερας μητροπολεως ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ