Η Μαριάννα Μπορίκοβα δεν φανταζόταν ποτέ όταν το 2001 ερχόταν 20χρονη τότε από το Σαντάνσκι στο Οφρύνιο Καβάλας για να εργαστεί στην εστίαση, πως σήμερα θα διοικούσε μαζί με μια συμπατριώτισσά της ένα από τα πιο γνωστά μεσιτικά γραφεία στην περιοχή.
Στυλάτη και χαμογελαστή, μας υποδέχεται φορώντας ένα μακρύ γαλάζιο φόρεμα στον μοντέρνα διακοσμημένο χώρο εργασίας της που βρίσκεται στην παραλιακή οδό. Σε άπταιστα ελληνικά διηγείται πως όταν είχε πρωτοέρθει στο Οφρύνιο –στην Τούζλα, όπως αποκαλούν τον παραθαλάσσιο οικισμό της Καβάλας οι ντόπιοι– της είχε φανεί ένα όμορφο και ήσυχο μέρος, ιδανικό για οικογενειακές διακοπές. Αυτά τα στοιχεία σε συνδυασμό με την εγγύτητα της περιοχής με πολλές βουλγαρικές πόλεις –βρισκόμαστε μόλις 3,5 ώρες από τη Σόφια– προσείλκυσαν πολλούς Βούλγαρους πολίτες ώστε πρώτα να έρθουν για διακοπές και έπειτα να (ξανα)έρθουν να αγοράσουν σπίτια. Η γυναίκα εντόπισε το κενό που υπήρχε στη συνεννόηση μεταξύ πωλητών και αγοραστών και χάρη στη γνώση της βουλγαρικής γλώσσας ενεργοποιήθηκε επαγγελματικά στην αγοραπωλησία ακινήτων.
Το ενδιαφέρον για αγορά εξοχικών διαμερισμάτων ξεκίνησε, όπως περιγράφει, πριν από περίπου 10 χρόνια. Την περίοδο όμως λίγο πριν αλλά και κατά τη διάρκεια της πανδημίας εξελίχθηκε σε φρενίτιδα. «Λίγο πριν από τον κορωνοϊό γινόταν χαμός. Αγόραζαν με βιντεοκλήσεις τα ακίνητα. Ετσι κάναμε την πώληση», τονίζει. Το ενδιαφέρον ήταν τόσο μεγάλο, που σήμερα δεν βρίσκεις πλέον άρτιο και οικοδομήσιμο οικόπεδο πουθενά στην παραλία Οφρυνίου.

Από τουρίστες, αγοραστές
Αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό και με μια βόλτα στην πλαζ. Στα παραθαλάσσια οικόπεδα, είτε εκτελούνται οικοδομικές εργασίες με τεράστιους εκσκαφείς που σκάβουν και μεταφέρουν χώμα θολώνοντας την ατμόσφαιρα είτε στέκουν ήδη παρατεταγμένα μικρά, νεόδμητα σπιτάκια. Μια νέα πόλη, πάνω από την πόλη. Στα οικόπεδα όπου δεν συμβαίνει κάτι από τα παραπάνω, πωλούνται όνειρα προσεχώς. Μεγάλες αφίσες με μακέτες «εξοχικών διαμερισμάτων» υπόσχονται την καλοκαιρινή φαντασίωση, στα αγγλικά και με την εικόνα ενός χαρούμενου ζευγαριού: «Πρώτα ερωτεύεστε. Μετά επενδύετε. Εδώ είναι η παραλία του Οφρυνίου».
Το σύνθημα έχει βρει τον στόχο του. Οι Βούλγαροι είναι η εθνικότητα με το μεγαλύτερο ποσοστό ιδιοκτητών δεύτερης κατοικίας. Σύμφωνα με βουλγαρική ενημερωτική ιστοσελίδα, η Ελλάδα παραμένει πρώτη στην επιλογή τους και μέχρι το τέλος του προηγούμενου έτους 3.228 πολίτες είχαν δηλώσει ακίνητη περιουσία στη χώρα μας. Μεσίτες και εργολάβοι που δραστηριοποιούνται στην περιοχή της Καβάλας αναφέρουν πως το 50% των πελατών τους είναι Βούλγαροι, οι οποίοι αγοράζουν σπίτια και οικόπεδα σε όλη την παραλιακή γραμμή από τη Νέα Πέραμο και την Ηρακλείτσα μέχρι το Οφρύνιο, έχοντας φτάσει πλέον και σε ορεινά χωριά που μπορεί να απέχουν και 20 χιλιόμετρα από τη θάλασσα. Οσοι δραστηριοποιούνται στην εστίαση και στον τουρισμό βλέπουν κατά κύριο λόγο θετικά την εξέλιξη. Αρκετοί όμως ντόπιοι αισθάνονται το λιγότερο άβολα που επί πέντε μήνες τα χωριά τους κατακλύζονται από Βούλγαρους τουρίστες, οι οποίοι πλέον έχουν γίνει πελάτες, γείτονες και κάποιες φορές εργοδότες τους. Δεν ενοχλούνται μόνο από τα συνηθισμένα σε όλη την Ελλάδα προβλήματα που συνεπάγεται ο τουρισμός, όπως η κίνηση, η φασαρία και συνολικά η πίεση που υφίστανται οι ελλιπείς υποδομές. «Δεν βρίσκεις πια Ελληνα στην Τούζλα – Βούλγαροι και Τούρκοι κατέλαβαν την παραλία Οφρυνίου», ήταν ο τίτλος δημοσιεύματος που αναρτήθηκε πρόσφατα σε τοπική εφημερίδα. Το ίδιο θα ακούσεις να συζητούν και σε εστιατόρια και καφέ. Μεταφέρω τον προβληματισμό αυτόν μερίδας των κατοίκων στη μεσίτρια Μαριάννα Μπορίκοβα. «Σε ένα τουριστικό μέρος είναι λογικό να είναι περισσότεροι οι τουρίστες. Αν πάμε σε ένα νησί, το ίδιο δεν είναι;», διερωτήθηκε δείχνοντας τον ελέφαντα στο δωμάτιο. «Αν ήταν Γερμανοί, θα σας ενοχλούσε τόσο;», ρωτάω τους κατοίκους. «Οχι», απαντούν με αφοπλιστική ειλικρίνεια.
Εκτινάχθηκαν οι τιμές
Η Ρίτσα Καραγιαννίδου, έμπειρη αρχιτέκτων και μηχανικός, προσπαθεί να ζυγίσει τα θετικά με τα αρνητικά. Η αύξηση της ζήτησης από τη βουλγαρική αγορά ήταν ένας από τις βασικούς λόγους που εκτόξευσαν τις τιμές πώλησης, κάνοντας δυσεύρετα τα διαθέσιμα οικόπεδα. Οπως αναφέρει, σε περιοχές ήδη τουριστικά ανεπτυγμένες, όπως η Νέα Πέραμος, οι τιμές έχουν διπλασιαστεί. Ακόμη περισσότερο σε οικισμούς όπως η Τούζλα, η αύξηση αυτή μέσα σε μία δεκαετία ξεπέρασε κάθε προσδοκία καθώς από τα 900 ευρώ/τ.μ., η μέση τιμή πώλησης ακινήτων εκτινάχθηκε στα 2.500 ευρώ/τ.μ. «Υπήρξε μια ασυδοσία», αναφέρει κ. Καραγιαννίδου, προσθέτοντας πως ειδικά την πρώτη περίοδο οι Βούλγαροι αγόρασαν ακριβότερα από την πραγματική αξία των οικοπέδων, με αποτέλεσμα να παρασυρθούν προς τα πάνω οι αξίες.
Σε μια βόλτα μπροστά από τη Νέα Πέραμο εντοπίσαμε ένα οικόπεδο όπου διαφημιζόταν η κατασκευή πολυτελών κατοικιών με πισίνα και γκαράζ. Δεν είχαν μπει καν τα θεμέλια και όμως, ήταν όλα πουλημένα, πλην μιας βίλας 300 τ.μ. Η τιμή της ήταν 1,2 εκατ. ευρώ. Οπως λέει η κ. Καραγιαννίδου, στην αρχή πολλοί έρχονταν με «μαύρο χρήμα», ενώ πλέον πολλά είναι τα ζευγάρια που είτε αξιοποιούν τις αποταμιεύσεις τους είτε δανείζονται. Αρκετοί πια ενδιαφέρονται για επενδυτικά ακίνητα, τα οποία μπορούν να διαθέτουν για βραχυχρόνια μίσθωση όταν δεν διαμένουν οι ίδιοι. Η ανοδική αυτή πορεία δοκίμασε με τη σειρά της και Ελληνες που ήθελαν να αγοράσουν σπίτια σε εκείνη την περιοχή γιατί ήταν πιο προσιτές οι τιμές, αλλά αύξησε και τις τιμές των ενοικίων. Κοινό μυστικό στην περιοχή είναι πως κάποια από τα ακίνητα αυτά διατίθενται μέσω άτυπων ιστοσελίδων, παράνομα, δημιουργώντας συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού για Ελληνες που δραστηριοποιούνται στη βραχυχρόνια μίσθωση και ξενοδόχους. Την ίδια στιγμή, και μόνο η σκόνη από τα παπούτσια του τουρίστα, παραδέχεται η Ρίτσα Καραγιαννίδου, παραφράζοντας την παροιμία, φέρνει οικονομικά οφέλη σε έναν τόπο.
Ιστορικά ανακλαστικά
Προσπαθώντας να εξηγήσει τη –μερικές φορές– αρνητική στάση των ντόπιων προς τους Βούλγαρους, η ίδια μας παραπέμπει στην πρόσφατη ιστορία του τόπου. «Εδώ δεν είχαμε Γερμανούς, είχαμε Βούλγαρους. Υπάρχουν μνήμες. Εγώ πρόλαβα ζωντανούς ανθρώπους που υπέφεραν από τους Βούλγαρους. Δεν θέλω να είμαι μισαλλόδοξη, αλλά θα έρθει τώρα ένας Βούλγαρος με ένα εντυπωσιακό ακριβό αυτοκίνητο και ύφος καρδιναλίων να μου το παίξει μάγκας; Από έναν Ιταλό, θα ήταν πιο αποδεκτό».
Οι μνήμες αυτές απασχολούν πολύ λιγότερο τη νεότερη γενιά, που βλέπει χάρη στους γείτονές της να επιμηκύνεται η τουριστική περίοδος. Τρίτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου, μια καθημερινή μεσημέρι, και όλα τα τραπέζια στο εστιατόριο του Νίκου Κουρκούμπα στην Ηρακλείτσα είναι γεμάτα. Ολοι οι πελάτες μιλούν βουλγαρικά. Κάποια χρόνια πριν, αυτήν την εικόνα μπορούσες να τη δεις το αργότερο μέχρι τα τέλη Αυγούστου. «Ευτυχώς που είναι κι αυτοί», αναφέρει ο 24χρονος που συνεχίζει την οικογενειακή επιχείρηση, ένα ιχθυοπωλείο που ψήνει και σερβίρει ψάρι. «Εχω μάθει και βουλγαρικά. Από σεβασμό στον πελάτη». Η Μαρία Νταβίντοβα έρχεται συχνά να φάει στο μαγαζί του. Τον γνωρίζει με το μικρό του. «Νίκο! Μαρία (σ.σ. Η μητέρα του). Είστε οικογένειά μου. Το ξέρετε! Εστειλα φίλους μου προχθές να φάνε εδώ. Πήραν πακέτο για να τα πάνε στη Βουλγαρία. Τόσο καλό ψάρι έχετε»! Η θαμώνας είχε έρθει με την κόρη της πρώτη φορά πριν από 15 χρόνια και από τότε περνάει όλα της τα καλοκαίρια εδώ. Η καθαρή θάλασσα, η ησυχία, το ελληνικό στυλ ζωής και το καλό φαγητό ήταν αυτά που την κέρδισαν. Πλέον αισθάνεται την Ηρακλείτσα δεύτερο σπίτι της. Ετσι, αποφάσισε πριν από κάποια χρόνια να αγοράσει ένα διαμέρισμα. «Οταν είχα έρθει πρώτη φορά, δεν είχε αρέσει στην κόρη μου. Με ρωτούσε τι ήρθαμε να κάνουμε σε ένα τόσο μικρό χωριό. Και τώρα δες πόσα σπίτια έχουν χτιστεί. Είναι για το καλό της περιοχής», υποστήριξε.
Ο Νίκος Κουρκούμπας πιστεύει πως η άφιξη των Βούλγαρων επενδυτών και αγοραστών έγινε λίγο πρώιμα και πολύ απότομα, πριν ακόμη καταφέρει η περιοχή να επενδύσει για να προσφέρει ένα ποιοτικό τουριστικό προϊόν και ίσως να προσελκύσει άλλο προφίλ επισκεπτών. Ρωτώντας τον για τα αρνητικά, απαντάει διπλωματικά πως ίσως οι Βούλγαροι πελάτες απαιτούν λίγο περισσότερη ενέργεια σε σχέση με έναν Δυτικοευρωπαίο. «Δεν μπορούμε, όμως, να κάνουμε πολλά αυτή τη στιγμή. Είμαστε θεατές! Απλώς προσαρμοζόμαστε».
Πηγή: https://www.kathimerini.gr