Η νομοθέτηση της δυνατότητας των επιχειρήσεων να απασχολούν το προσωπικό τους πέραν των 12 ωρών ημερησίως δεν θα είναι ευεργετική για την αγορά εργασίας. Η διεύρυνση του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου είναι πιθανό να οδηγήσει σε μείωση της επαγγελματικής ικανοποίησης των απασχολουμένων, πτώση της παραγωγικότητας, επιδείνωση της ποιότητας των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών, ακόμη και σε αύξηση του κατά μονάδα κόστους εργασίας.
Επιπλέον, ενδέχεται να επιβαρύνει δυσμενώς την ισορροπία οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής και να ελαττώσει τη δυνατότητα των μισθωτών να διαθέτουν επαρκή χρόνο για την επαγγελματική τους εκπαίδευση και ανάπτυξη.
Η νομοθετική εύνοια της διεύρυνσης του ημερήσιου ωραρίου δε συνδράμει, εξάλλου, την εμβάθυνση της συνεργατικής σχέσης των κοινωνικών εταίρων. Στις εξαιρετικές περιπτώσεις που σε ένα κλάδο ή χώρο παραγωγής κριθεί αναγκαία η καθιέρωσή πρόσθετων ωρών εργασίας για μια βραχυχρόνια περίοδο, αυτό θα μπορούσε να διευθετηθεί από την εργοδοτική και την εργατική πλευρά με τη χρήση του μηχανισμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων (εφόσον το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας το επιτρέψει).
Μια ανάλογη εξέλιξη θα καθιέρωνε κι ένα κίνητρο για τους εργοδότες να συνομολογήσουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Με αυτόν τον τρόπο πιθανώς θα αυξανόταν ο βαθμός κάλυψης της αγοράς εργασίας από συλλογικές συμβάσεις, όπως επιτάσσει το ευρωπαϊκό κοινωνικό πρότυπο.
Ο υπέρμετρος κρατικός παρεμβατισμός στις εργασιακές σχέσεις δεν συνιστά τη λύση, αλλά μέρος του προβλήματος.

Θεόδωρος Α.Κουτρούκης
Καθηγητής Εργασιακών Σχέσεων ΔΠΘ